- σπαγυρία
- και σπαγειρία, η, Νονομασία τής νέας τότε επιστήμης τής χημείας που εμφανίστηκε στα τέλη τού 19ου αιώνα και διαδέχθηκε την αλχημεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαγυρικός — και σπαγειρικός, ή, ό, Ν [σπαγυρία / σπαγειρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπαγυρία … Dictionary of Greek
σπαγειρία — η, Ν βλ. σπαγυρία … Dictionary of Greek